- ἐναφέψημα
- ἐναφέψημα, ατος, τό,A decoction, Aret.CA1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναφέψημα — ἐναφέψημα, το (Α) αφέψημα, ποτό ή φάρμακο που παρασκευάζεται με το βράσιμο βοτανιών μέσα σε νερό … Dictionary of Greek